Γ.Π.Α.

Επικοινωνία

Αιτήσεις - Οδηγίες

Ιστολόγια

Φόρουμ

Ανακοινώσεις

«Θεόφιλος, ο ιδιοφυής σαλός» του Παντελή Ζωϊόπουλου

12 Δεκ 2009

Ο Παντελής Ζωϊόπουλος είναι ένας ιδιότυπος συνάδελφος. Απόφοιτος της Ανώτατης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών, συμφοιτητής ορισμένων από εμάς, συνέχισε απαιτητικές σπουδές στο μακρινό Aberdeen της Σκωτίας. Μετά τις σπουδές του ως εμπειρογνώμων στην υπηρεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων συνέβαλε επιτυχώς στην έκδοση Ευρωπαϊκής νομοθεσίας του τομέα της Ζωοτεχνίας. Σήμερα διδάσκει την ειδικότητά του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Όμως η επιστήμη δεν είναι η μοναδική -εκτός από την όνομα και πράγμα Ευγενία, επίσης εκλεκτή συμφοιτήτρια και συνάδελφό μας, και τα δύο τέκνα τους- αγάπη του. Ο Παντελής θέλει να είναι και είναι συγγραφέας. Απόδειξη, οι προηγούμενες συλλογές δοκιμίων του με τους χαρακτηριστικούς τίτλους “Το ψωμί και το αλάτι” και ”Η σόγια και το ψαρόλαδο”. Πλέον πρόσφατη απόδειξη το, κατά τη γνώμη μου, ωριμότερο έργό του, Θεόφιλος, ο ιδιοφυής σαλός, το οποίο εκδόθηκε το 2008 από τον εκλεκτής ποιότητας οίκο Αρμός και τον εμψυχωτή του κ. Γ. Χατζηιακώβου.

Θα ήθελα να επιμείνω λίγο περισσότερο στην υψηλή ποιότητα της έκδοσης γιατί, πέραν του ότι υπηρετεί τη θεματική επιλογή του συγγραφέα, στην οποία θα επανέλθω, αποτελεί και ένα συνοπτικό μεν αλλά αρκετά ολοκληρωμένο εισαγωγικό εικαστικό και βιβλιογραφικό σχόλιο στην εργογραφία/πινακογραφία του μεγάλου Λέσβιου λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (κατά κόσμον Γ. Χατζημιχαήλ, γεννήθηκε το 1873 ή το 1875 και πέθανε ταλαιπωρημένος το 1934), ένα εξ αυτών, τον επιφανέστερο στην Ελλάδα, τους οποίους αποκαλούμε, κάπως αμήχανα «ναΐφ» (αυτοδίδακτο δημιουργό έξω από τα καθιερωμένα αισθητικά πλαίσια). Σχόλιο αρκετό, πιστεύω για να ανατρέξει όποιος δεν έχει ακόμη, τύχει, να έλθει σε επαφή με αυτό το συγκινητικό και συγκινημένο βλέμμα ενός καλλιτέχνη λαϊκού στο ήθος αλλά αριστοκρατικού στο φρόνημα και το όραμα για τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Ποια είναι η θεματική επιλογή του Ζωϊόπουλου; Όχι, προφανώς, να επαναλάβει όσα εκθειαστικά και αναλυτικά έχουν αφιερωθεί στον Θεόφιλο και το έργο του από εμπειρότερες και ειδικότερες γραφίδες, όπως αυτές του Κίτσου Μακρή (ο οποίος έγραψε το πρώτο βιβλίο γι’ αυτόν, το 1939), του Σεφέρη, του Εμπειρίκου, του Ελύτη, του Χατζηκυριάκου Γκίκα, του Αλέ- ξανδρου Ξύδη, του Τέτση, του Τσαρούχη και τόσων άλλων, παρά το ότι στο βιβλίο του Ζωϊόπουλου δεν λείπουν οι σχετικές αναφορές. Το κύριο μέλημα του Ζωϊόπουλου είναι άλλο, ταπεινότερο αλλά ευφυές.

Έχοντας ο ίδιος μαγευτεί από την πρώτη συνάντησή του, το 1995, με το έργο του Θεόφιλου στο ομώνυμο Μουσείο, στη Βαριά της Μυτιλήνης (όποια ή όποιος δεν το έχει ακόμη επισκεφτεί ας σπεύσει), το οποίο ίδρυσε ο συμπατριώτης του, διεθνώς αναγνωρισμένος τεχνοκρίτης, Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστότερος ως Teriade, αποφάσισε να αναζητήσει τον «αγροτικό χαρακτήρα», όπως ο ίδιος λέει, αυτού του έργου. Αυτό και κάνει με συνέπεια, ευαισθησία και έμπνευση. Και με ένα αποτέλεσμα που δεν ξέρω πόσο είναι συνειδητή επιλογή ή απλώς εκεί τον πήγε η συγγραφική όδευση στο βλέμμα του ζωγράφου. Όπως και να έχει το πράγμα, ένα αποτέλεσμα αξιοπρόσεκτο. Ο μύθος του Θεόφιλου ως ζωγράφου του παραδοσιακού ελληνικού τοπίου και της συντηρητικής ηθογραφίας του ελληνικού υπαίθριου βίου στην οπτική του Ζωϊόπουλου σχεδόν αντιστρέφεται, αν δεν ανατρέπεται. Ο Θεόφιλος, στη ματιά του εμφανίζεται ως ένας έκθαμβος υμνογράφος του παραγωγικού θαύματος μιας νεωτερικής, εξελισσόμενης και αναπτυσσόμενης αγροτικής οικονομίας του χωραφιού, της βιοτεχνίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου και των μεταφορών. Ο Θεόφιλος «εκσυγχρονιστής», δηλαδή «ορθολογιστής», θα αναρωτηθούν οι παραδοσιολάτρες; Αντί άλλης απαντήσεως τους παραπέμπω στο κείμενο του Ζωϊόπουλου. Θα εκπλαγούν, αν είναι ανιδιοτελείς, ευχάριστα…

Και τότε, θα πει κανείς, πόθεν ο τίτλος «Θεόφιλος, ο ιδιοφυής σαλός». Νομίζω ότι ο Ζωϊόπουλος, με τον χαρακτηρισμό «σαλός» σαρκάζει ευθέως τη μυωπία των συγκαιρινών του Θεό- φιλου οι οποίοι, ανίκανοι να διαγνώσουν, στο επίκεντρο της δημιουργικής του μανίας, την «ιδιοφυή» απεικόνιση ενός βίου γεμάτου από τους χυμούς της φύσης, της εργασίας και της ευψυχίας, επέλεξαν να λοιδωρούν ό,τι δεν ήταν σε θέση (από την έλλειψη παιδείας, τόλμης και ευαισθησίας) να κατανοήσουν. Θα πείτε ιστορία τελειωμένη. Θα απαντήσω... και δυστυχώς, χωρίς τελειωμό.

Λ. Λουλούδης
Καθηγητής Τμ. Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γ.Π.Α.